- μολινισμός
- οχαρακτηρισμός τής διδασκαλίας τού Ισπανού Ιησουίτη καθηγητή τής θεολογίας τού 16ου αιώνα Λουδοβίκου Μολίνα για τη σχέση τής θείας χάριτος με την ελεύθερη βούληση τού ανθρώπου, στην οποία υπερτονίζει τις δυνατότητες τής ελεύθερης βούλησης και τής ευσυνείδητης ανθρώπινης προσπάθειας για την επίτευξη τής σωτηρίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν.όρου, πρβλ. αγγλ. molinism < ισπ. molinismo, από το όν. τού Θεολόγου Ιησουίτη L. Μolina].
Dictionary of Greek. 2013.